- βιβλιογραφία
- Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν-Σαρλ (1608-1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά χρησιμοποιήθηκε με τις πιο διαφορετικές έννοιες και συσχετίστηκε με τη βιβλιοθηκονομία, η οποία όμως αφορά την οργάνωση των βιβλιοθηκών και τη συντήρηση του υλικού τους, ή με τη βιβλιολογία, η οποία αφορά τη μελέτη του βιβλίου και την εξωτερική του πλευρά. Τον 18o αι., και κατά ένα μέρος και τον επόμενο, η β. σήμαινε την επιστήμη του βιβλίου του εξεταζόμενου από κάθε άποψη, από το βιβλιεμπόριο έως την ιστορία του βιβλίου, από την ιστορία των βιβλιοθηκών έως τους κανονισμούς τους κλπ. Σήμερα, ο όρος β. σημαίνει καταλόγους τυπωμένων έργων, οι οποίοι συντάσσονται σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες και για επιστημονικούς ή πρακτικούς σκοπούς· αποβλέπει δηλαδή η β. στο να δώσει γρήγορα, και όσο γίνεται πιο εξαντλητικά, πληροφορίες για τις πηγές που πρέπει κανείς να συμβουλευθεί για να εμβαθύνει στη γνώση οποιουδήποτε θέματος. Οι πρώτες αληθινές β. εμφανίστηκαν μαζί με την τυπογραφία, όταν έγινε δυνατός o καθορισμός των στοιχείων της έκδοσης ενός έργου. Σήμερα, σε κάθε χώρα υπάρχουν βιβλιογραφικά ινστιτούτα, η δραστηριότητα των οποίων συντονίζεται από το Διεθνές Ινστιτούτο Β. που ιδρύθηκε στις Βρυξέλλες το 1895. Οι β. μπορεί να είναι διαφόρων ειδών, ανάλογα με το περιεχόμενο των κειμένων: υπάρχουν γενικές β. (ή διεθνείς), όταν τα κείμενα είναι ποικίλης προέλευσης και από κάθε γλώσσα· εθνικές, όταν τα κείμενα είναι μόνο ενός έθνους ή γραμμένα μόνο σε μία γλώσσα. Τόσο οι γενικές όσο και οι εθνικές μπορούν να αφορούν ιδιαίτερα μία εποχή ή ένα ορισμένο θέμα ή συγκεκριμένους συγγραφείς. Όταν περιλαμβάνουν κείμενα που αναφέρονται μόνο σε μία επιστήμη ή σε ένα θέμα, λέγονται ειδικές. Οι β. μπορούν εξάλλου να διακριθούν σε αναδρομικές και τρέχουσες (ή περιοδικές).
Για τα ελληνικά βιβλία κάθε είδους, έχουμε τις εξής εθνικές β.: τη μνημειώδη Ελληνική Βιβλιογραφία του Γάλλου ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν (1841-1903), στην οποία καταγράφονται σε 11 τόμους (Παρίσι, 1885-1928) οι τίτλοι όλων των ελληνικών βιβλίων που εκδόθηκαν (1476-1790, περ. 3.400 τίτλοι με τις επανεκδόσεις). Ανάλογο έργο για την περίοδο 1800-1863 είναι η τρίτομη Ελληνική Βιβλιογραφία (Αθήνα, 1939-57) των Δ. Γκίνη και Β. Μέξα, όπου καταγράφονται περίπου 11.000 τίτλοι. Και στις δύο αυτές ελληνικές β. έχουν γίνει προσθήκες. Πρέπει να αναφερθεί επίσης η τρίτομη Ελληνική Βιβλιογραφία του Ν. Πολίτη για τα έτη 1907-20 και η Βιβλιογραφία των Ελληνικών Βιβλιογραφιών (1791-1947) του Γ. Φουσάρα. Από το 1945, η ελληνική β. καλύπτεται με το γενικό, πλήρες και αναλυτικό Bulletin Analytique de Bibliographie Hellenique που εκδίδει κάθε χρόνο το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Προμετωπίδα του έργου «Discourssurl’ HistoireUniverselle» του Μποσιέ, που είχε γραφτεί ειδικά για τον διάδοχο της Γαλλίας.
* * *η (AM βιβλιογραφία)νεοελλ.1. η αναγραφή, ο καταρτισμός πίνακα βιβλίων ή πραγματειών με το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο, τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσης2. κατάλογος βιβλίων3. το σύνολο των βιβλίων και πραγματειών που αναφέρονται σε κάποιο θέμααρχ.-μσν.γραφή ή αντιγραφή βιβλίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογράφος. Η λ. εισήχθη και στην ξένη ορολογίαπρβλ. αγγλ. bibliography, γαλλ. bibliographie, γερμ. Bibliographie].
Dictionary of Greek. 2013.